- ἐπιχαλκεύειν
- ἐπιχαλκεύωforge uponpres inf act (attic epic)ἐπιχαλκεύωforge uponpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιχαλκεύειν — ἐπιχαλκεύειν , ἐπιχαλκεύω forge upon pres inf act (attic epic) ἐπιχαλκεύειν , ἐπιχαλκεύω forge upon pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχαλκεύω — ἐπιχαλκεύω (Α) 1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι 2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου,… … Dictionary of Greek